λιβαδιάτικα

λιβαδιάτικα
τα
η αμοιβή που καταβάλλουν οι κτηνοτρόφοι για τη χρήση ξένου λιβαδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιβάδι + κατάλ. -ιάτικα, (πρβλ. ληνιάτικα, λιμαν-ιάτικα, μην-ιάτικα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιβαδιάτικα — τα η αμοιβή για τη χρήση λιβαδιού: Δεν είχε λεφτά για τα λιβαδιάτικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”